«ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ»

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει προκαλέσει μία άνευ
προηγουμένου οικονομική αλλά και κοινωνική παγκόσμια
κρίση. Έχει επηρεάσει καθοριστικά όλες τις πτυχές της
καθημερινότητας. Δεν θα εκπλησσόμουν δε, εάν στη
διάρκεια εξέλιξης ή στα «απόνερα» αυτής της οικονομικής
κρίσεως, μεταβάλλονταν ακόμη και γεωπολιτικές ισορροπίες που, για σειρά δεκαετιών μέχρι σήμερα, θεωρούσαμε
δεδομένες.


Μέσα σε αυτό το ασταθές και ευμετάβλητο οικονομικό και
άλλο περιβάλλον, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι
επενδύσεις αποτελούν σοβαρότατη πρόκληση για τη Χώρα
και η προσέλκυσή τους υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις, άρσεις
εμποδίων και συνολική αλλαγή κατεύθυνσης, που να αίρει
αβεβαιότητες και δισταγμούς.


Πως όμως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την
πρόκληση; Για εμένα υπάρχει μια προφανής απάντηση: Η
δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Ο ελληνικός λαός
γνωρίζει πόσο γρήγορα αντιστράφηκε το κλίμα στην
οικονομία απλά και μόνο με τις προγραμματικές δηλώσεις
αλλά και την πολιτική που ακολούθησε από την αρχή η
Κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Μηδενικά επιτόκια,
εύκολος δανεισμός, αλλαγή στην συμπεριφορά των θεσμών
ήταν το αποτέλεσμα. Έφθαναν μερικές αλλά ουσιαστικές
κινήσεις για να αποκτήσει η Χώρα γρήγορα αξιοπιστία.
Δεν φθάνει όμως μόνο αυτό. Κατά την γνώμη μου πρέπει να
υπάρξει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας που θα
ξεπερνάει το χρονικό όριο του βίου μίας κυβέρνησης. Ένα τουλάχιστον δεκαετές πρόγραμμα σταθερότητας.


Σταθερότητα στα φορολογικά, στα εργασιακά, στα
χωροταξικά και σε όλα τα προβλήματα που έχει να
αντιμετωπίσει ένας επενδυτής. Διότι ένας επενδυτής κάνει
τους υπολογισμούς του και θέλει να ξέρει τι θα έχει να
αντιμετωπίσει στο μέλλον, ώσπου να αρχίσει να αποδίδει η
επένδυσή του. Είναι λοιπόν αναγκαίο, είναι εθνική ανάγκη
θα έλεγα, να δημιουργηθεί στον τομέα αυτό, ένα κλίμα
συναίνεσης. Διότι μόνον έτσι θα έρθουν στη Χώρα μας, οι
μεγάλες επενδύσεις που έχουμε ανάγκη. Όταν νοιώσουν ένα
ασφαλές περιβάλλον.


Ήδη όμως εκδηλώνεται και η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η
ευρωπαϊκή οικογένεια δηλώνει αρωγός στην εθνική μας
προσπάθειά, με το γνωστό Ταμείο Ανάκαμψης, τους πόρους
του προγράμματος «Next Generation EU» και το νέο ΕΣΠΑ.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 22,6
δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,4
δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια για την διευκόλυνση της
ανάκαμψης από την ύφεση λόγω της πανδημίας, την
ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και την στήριξη
επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που προσδιορίζονται στο Ευρωπαϊκό
Εξάμηνο. Η αξιοποίηση αυτής της μοναδικής ευκαιρίας που
μαζί με τα 19 δισ. ευρώ του επόμενου ΕΣΠΑ ξεπερνούν τα 50
δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 28% του ΑΕΠ, πρέπει να
αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της αλλαγής του
παραγωγικού προτύπου, της προώθησης των
μεταρρυθμίσεων, της ενδυνάμωσης της ικανότητας της
δημόσιας διοίκησης.


Είναι γνωστό άλλωστε ότι και η Επιτροπή Πισσαρίδη έχει
επισημάνει ένα πρώτο σύνολο μεταρρυθμίσεων που αφορά
σε αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία
της οικονομίας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η παραγωγική
δραστηριότητα. Ένα τμήμα αυτού του θεσμικού πλαισίου
περιλαμβάνει και την Δικαιοσύνη.


Από την πολυετή εμπειρία μου, κυρίως ως δικαστικού
λειτουργού για πάνω από σαράντα έτη, νομίζω ότι οι
μεταρρυθμίσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης, μέσα από ένα
εκτενή διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς και με όσο το
δυνατόν ευρύτερες συναινέσεις, πρέπει να κινηθούν προς
τις κατευθύνσεις που ενδεικτικά αναφέρω:

  • Αλλαγή της εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών από
    την Εθνική Σχολή Δικαστών από την οποία αποφοιτούν, με
    εξειδικεύσεις σε χρηματοοικονομικά θέματα, σε θέματα
    τεχνολογίας και άλλα θέματα που είναι επίκαιρα.
  • Αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών και εξέλιξή τους με
    βάση ουσιαστικά κριτήρια απόδοσης και όχι μόνον με βάση
    την επετηρίδα.
  • Βελτίωση της αναλογίας δικαστών και δικαστικών
    υπαλλήλων με προσλήψεις υπαλλήλων αλλά με
    εξειδικευμένα κριτήρια.
  • Επέκταση θεσμών εξωδικαστικής επίλυσης των αστικών και
    άλλων υποθέσεων.
  • Χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών και
    κλείσιμο όσων δεν προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες.
  • Επέκταση της χρήσης σύγχρονων τεχνολογικών μέσων κατά
    τα διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και των
    διοικητικών προσφυγών.

Το πιο σημαντικό όμως είναι η αλλαγή νοοτροπίας των
δικαστικών λειτουργών. Να αντιληφθούν ότι η αλλαγή της
νοοτροπίας τους μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην
Οικονομία της Χώρας και την Ανάπτυξη της. Πράγμα που θα ως συνέπεια μεγαλύτερη ευημερία για όλους τους
έλληνες πολίτες.


Θα ήθελα όμως να καταστήσω σαφές ότι οι ανωτέρω
παρατηρήσεις θα ήταν κενές περιεχομένου εάν δεν
επιτευχθεί η σύμπραξη όλου του νομικού κόσμου, δικαστών,
εισαγγελέων, δικηγόρων, ακαδημαϊκών της νομικής
επιστήμης, προκειμένου να υπάρχει μια διαρκής
αλληλοτροφοδότηση των μεταβαλλόμενων δεδομένων στις
κοινωνικές ισορροπίες και τις πολιτικές προτεραιότητες στην
μετά κορωνοϊό εποχή. Και το υποστηρίζω αυτό,
επισημαίνοντας ότι και το τελειότερο θεσμικό πλαίσιο
κινδυνεύει να καταστεί αναποτελεσματικό και
αναχρονιστικό εφόσον οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνουν
επιθυμία και ιδιοκτησία όλων των εμπλεκομένων φορέων.


Μας προσφέρεται λοιπόν μία μεγάλη ευκαιρία. Ίσως από τις
τελευταίες. Μην την αφήσουμε για άλλη μια φορά, να πάει
χαμένη!